-
1 ἀχλύς
A ) mist, Od.20.357; elsewh. in Hom. of a mist over the eyes, as of one dying,κατὰ δ' ὀφθαλμῶν κέχυτ' ἀ. Il.5.696
; as result of ulceration,ἀχλύες Hp.Prorrh.2.20
, cf. Thphr.HP7.6.2, Dsc.2.78 (pl.), Aët.7.27; or in emotion,Ἔρως πολλὴν κατ' ἀχλὺν ὀμμάτων ἔχευεν Archil.103
; of drunkenness,πρὸς ὄμμ' ἀ. ἀμβλωπὸς ἐφίζει Critias 6.11
D.; of one whom a god deprives of the power of seeing and knowing others,κατ' ὀφθαλμῶν χέεν ἀχλύν Il.20.321
; ἀπ' ὀφθαλμῶν σκέδασ' ἀχλύν ib. 341, cf. 5.127, 15.668:— personified as Sorrow,πὰρ δ' Ἀχλὺς εἱστήκει ἐπισμυγερή τε καὶ αἰνή, χλωρή, ἀϋσταλέη Hes.Sc. 264
.2 metaph.,δνοφεράν τιν' ἀχλὺν.. αὐδᾶται A.Eu. 379
(lyr.), cf. Pers. 668 (lyr.);ἀχλὺν ἀπὸ τῆς ψυχῆς ἀφελεῖν D.C.38.19
;διάνοια ἀχλύος γέμουσα Plu.2.42c
.
См. также в других словарях:
αχλύς — Η θόλωση της ατμόσφαιρας. Η α. (ξερή ομίχλη) παρατηρείται κυρίως το καλοκαίρι και οφείλεται στην ανώμαλη διάθλαση του φωτός και στη διαφορά θερμοκρασίας στρωμάτων αέρος. Το φαινόμενο είναι εντονότερο, όταν o αέρας περιέχει μεγάλες ποσότητες… … Dictionary of Greek